ἔστας

ἔστας
ἔστᾱς , ἵστημι
make to stand
aor ind act 2nd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εδεστής — ἐδεστής, ο (Α) αυτός που τρώει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εστᾱς (< *εδ τᾱς) τού οποίου την ύπαρξη πιστοποιεί το σύνθ. ωμηστής «ωμοφάγος», με έκταση του πρώτου φωνήεντος του β συνθετικού (πρβλ. αλφηστής, νήστης)] …   Dictionary of Greek

  • μπαλάντα — Ποιητική σύνθεση, στην οποία διακρίνονται ιστορικά δύο τύποι: η παλιά μ. και η νεώτερη ή ρομαντική. Στην Ιταλία η παλιά μ., που λέγεται και canzone a ballo (= τραγούδι με χορό), είχε λαϊκή προέλευση και γεννήθηκε από τη συνήθεια οι κινήσεις του… …   Dictionary of Greek

  • Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”